υπεκφυγή

υπεκφυγή
η
1) уклонение, ускользание (от чего-л.); увиливание, увёртывание (от чего-л.разг ); 2) увёртка;

απαντώ με υπεκφυγάς — отвечать уклончиво


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "υπεκφυγή" в других словарях:

  • υπεκφυγή — η / ὑπεκφυγή, ΝΜΑ [ὑπεκφεύγω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπεκφεύγω νεοελλ. στον πληθ. οι υπεκφυγές·οι προφάσεις («μού μιλούσε με υπεκφυγές») …   Dictionary of Greek

  • υπεκφυγή — η επιτήδεια αποφυγή, ελιγμός: Μου απάντησε με υπεκφυγές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπεκφύγῃ — ὑπεκφεύγω flee away aor subj mp 2nd sg ὑπεκφεύγω flee away aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποφυγή — η (AM ἀποφυγή) [αποφεύγω] το να αποφεύγει κάποιος κάτι αρχ. 1. μέρος όπου καταφεύγει κανείς για ασφάλεια 2. δικαιολογία, πρόφαση, υπεκφυγή …   Dictionary of Greek

  • γλίστρημα — το [γλιστρώ] 1. ολίσθημα 2. ηθικό ολίσθημα, παραστράτημα 3. ξεγλίστρημα, έντεχνη υπεκφυγή από δύσκολη θέση …   Dictionary of Greek

  • διέκδυσις — διέκδυσις, η (AM) [διεκδύω] 1. μέσο διαφυγής 2. τέχνασμα, υπεκφυγή 3. φρ. «διέκδυσις μυών» ποντικότρυπα …   Dictionary of Greek

  • κατακρυφή — κατακρυφή, ἡ (Α) [κατακρύπτω] 1. τρόπος απόκρυψης 2. υπεκφυγή («ἀλλ ἐρῶ οὐ γὰρ ἔχω κατακρυφάν», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • κατσαμάκι — το 1. χυλός από καλαμποκάλευρο 2. υπεκφυγή και μη εκτέλεση καθήκοντος 3. εύσχημος τρόπος υπεκφυγής, νάζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kacamak] …   Dictionary of Greek

  • κλωθογύρισμα — το [κλωθογυρίζώ] 1. στριφογύρισμα 2. συστροφή τών νερών ενός ποταμού 3. υπεκφυγή, προσπάθεια αποφυγής 4. περιτριγύρισμα άνδρα ή γυναίκας με ερωτικούς σκοπούς …   Dictionary of Greek

  • ξεγλίστρημα — το [ξεγλιστρώ] το αποτέλεσμα τού ξεγλιστρώ, διολίσθηση, διαφυγή, υπεκφυγή …   Dictionary of Greek

  • πάλαισμα — το (Α πάλαισμα) [παλαίω] τέχνασμα παλαιστή που γίνεται με σκοπό να προκαλέσει την πτώση τού αντιπάλου, παλαιστικό κόλπο αρχ. 1. δόλος 2. τέχνασμα («πάλαισμα τοῡτ ἐστὶ δικαστηρίου», Αισχίν.) 3. πόλεμος 4. κάθε μορφή αγώνα 5. στον πληθ. τὰ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»